ἀνασχεῖν

ἀνασχεῖν
ἀνέχω
hold up
aor inf act (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ασχέδωρος — ἀσχέδωρος, ο (Α) ονομασία του αγριόχοιρου στη Μεγάλη Ελλάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. ο τ. ασχέδωρος < *αν σχε δορF ος < ανασχείν + δόρυ «αυτός που προβάλλει αντίσταση στο ακόντιο» (πρβλ. μεν εγχής, μεν αίχμης «ο καρτερικός στη μάχη»). Ο τ. ανήκει στη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”